- γεγαμηκότι
- γαμέωD Deor.perf part act masc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαυλία — ἐπαυλία και ιων. τ. ἐπαυλίη, η (Α) 1. επίθετο τής Αρτέμιδος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ δευτέρα τῶν γάμων ἡμέρα, ἐν ἧ κομίζουσι δῶρα οἱ οἰκεῑοι τῷ γεγαμηκότι καὶ τῇ νύμφῃ». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανλία (< αυλή)] … Dictionary of Greek